μπλαστρώνω

μπλαστρώνω
μετ. накладывать пластырь;
§ τον εμπλάστρωσα στο ξύλο я его исколошматил

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μπλαστρώνω" в других словарях:

  • μπλαστρώνω — μπλαστρώνω, μπλάστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπλαστρώνω — [μπλάστρι] 1. επιθέτω έμπλαστρο 2. φρ. «τόν μπλάστρωσα στο ξύλο» τόν έδειρα ανηλεώς ώσπου να αρρωστήσει …   Dictionary of Greek

  • μπλαστρώνω — μπλάστρωσα, μπλαστρώθηκα, μπλαστρωμένος, βάζω έμπλαστρο: Μπλάστρωσα τη μέση μου γιατί είχε πιαστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπλαστρώνω — και εμπλαστρώ ( όω) και μπλαστρώνω (AM ἐμπλαστρῶ, όω) τοποθετώ έμπλαστρο στο δέρμα νεοελλ. 1. επαλείφω κάτι με στρώμα πηχτής ύλης 2. καλύπτω πρόχειρα …   Dictionary of Greek

  • καταπλάσσω — (Α, Μ και Α αττ. τ. καταπλάττω) βάζω κατάπλασμα, έμπλαστρο, μπλαστρώνω μσν. 1. διαμορφώνω, κατασκευάζω κάτι 2. επινοώ κάτι, σοφίζομαι αρχ. 1. επιχρίω, επαλείφω, καλύπτω με κάτι 2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • μπλάστρωμα — το [μπλαστρώνω] τοποθέτηση εμπλάστρου, επίθεση καταπλάσματος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»